- ἀπερίσκεπτα
- ἀπερίσκεπτοςinconsiderateneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… … Dictionary of Greek
άσκεπτος — και άσκεφτος, η, ο (AM ἄσκεπτος, ον) Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος 2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι… … Dictionary of Greek
αάω — ἀάω και συνηρ. ἄω (Α) 1. βλάπτω (τον νου), παραπλανώ, εξαπατώ, ξεμυαλίζω 2. μέσ. είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFάω, άγνωστ. ετυμ. ΠΑΡ. ἄτη. ΣΥΝΘ. ἀεσίφρων, ἄνατος] … Dictionary of Greek
ακριτοέπεια — η [ἀκριτοεπής] το να μιλά κανείς χωρίς κρίση, απερίσκεπτα, ανόητα … Dictionary of Greek
ακριτομυθώ — (Μ ἀκριτομυθῶ έω) [ἀκριτόμυθος] νεοελλ. αποκαλύπτω μυστικό ή απόρρητα από επιπολαιότητα, είμαι ακριτόμυθος μσν. φλυαρώ ασυνάρτητα και απερίσκεπτα, μωρολογώ … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
αναμπάμπουλα — και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ. 1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει 2. απερίσκεπτα 3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα 4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα 5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην μίγδην, άνω κάτω 6. θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek
απαρακολούθητος — ἀπαρακολούθητος, ον (AM) μσν. 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ο ακατανόητος 2. όποιος δεν προνοεί για κάτι αρχ. (επίρρ., τως) απερίσκεπτα … Dictionary of Greek
αυτοματίζω — αὐτοματίζω (Α) [αυτόματος] 1. ενεργώ πρόχειρα ή απερίσκεπτα 2. παραδέχομαι ότι υπάρχει τύχη 3. (για πράγματα) συμβαίνω τυχαία 4. φρ. «αὐτοματιζούσης τῆς φύσεως» της φύσης που ενεργεί αυτόματα … Dictionary of Greek
αφραίνω — ἀφραίνω (Α) [άφρων] 1. είμαι ή γίνομαι ανόητος 2. ενεργώ απερίσκεπτα … Dictionary of Greek